- ομολογουμένως
- (Α ὁμολογουμένως)επίρρ. κατά κοινή ομολογία, αναντίρρητα, αναμφίβολααρχ.σύμφωνα με κάτι («ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», Ζην.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. τής μεσ. φωνής τού ρ. ὁμολογῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμολογουμένως — ὁμολογέω to be pres part mp masc acc pl (doric) ὁμολογουμένως conformably with indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης — I (331; – Αθήνα 232; π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος. Το 282 π.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία και δέχτηκε την επιρροή του Ζήνωνα, ιδρυτή της στωικής σχολής. Αρχικά ήταν αθλητής. Μολονότι ήταν φτωχός, είχε αποδεχθεί την κατάστασή… … Dictionary of Greek
Греческая философия — обнимает собою более чем тысячелетний период истории. Она зарождается за VI в. до Р. X., совпадая с началом того умственного и нравственного брожения, которое постепенно охватывало весь древний мир, и кончается в V или VI в. по Р. X., незаметно и … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
исповедуемо — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = нареч. (греч. ὁμολογουμένως) по общему… … Словарь церковнославянского языка
СТОИЦИЗМ — СТОИЦИЗМ учение одной из наиболее влиятельных философских школ Античности, основанной ок. 300 до н. э. Зеноном изКития; название «Стоя» происходит от названия «Расписного Портика» (Στοὰ Ποικίλη) в Афинах, где преподавал Зенон.… … Античная философия
ERYX — I. ERYX Butae et Veneris fil. qui cum viribus plurimum plleret, hospites ad caestuum certamen solebat provocare: quâ ratione cum non paucos trucidasset ab Hercule ex Hispania redeunte superatus occubuit: atque in monte, quo Veneri matri templum… … Hofmann J. Lexicon universale
ανεγνωρισμένως — επίρρ. κατά κοινή αναγνώριση, ομολογουμένως … Dictionary of Greek
ομολογούντως — ὁμολογούντως (Α) επίρρ. ομολογουμένως, αναντίρρητα, αναμφισβήτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ενεστ. τού ρήματος ομολογώ] … Dictionary of Greek
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek